μαθητούδι

μαθητούδι
το [μαθητής]
1. μικρός μαθητής
2. μαθητευόμενος
3. αδαής, άπειρος, αρχάριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαθητούδι — το 1. μικρός μαθητής: Τα μαθητούδια του νηπιαγωγείου ξεφώνιζαν χαρούμενα. 2. μαθητευόμενος: Ο γλύπτης είχε ένα μαθητούδι που έκανε τις μικροεργασίες. 3. μτφ., ανίδεος, άπειρος, αρχάριος: Στον έρωτα είναι μαθητούδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα …   Dictionary of Greek

  • μαθητάριο — το μαθητούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • μαθηταρούδι — το μαθητούδι …   Dictionary of Greek

  • σχολειαρούδι — και σκολειαρούδι το, Ν (συν. με θωπευτική σημ.) μικρός μαθητής, μαθητούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολείο / σκολειό + υποκορ. κατάλ. αρούδι (πρβλ. ξεπετ αρούδι)] …   Dictionary of Greek

  • μαθητευόμενος — η, ο αυτός που διδάσκεται μια τέχνη ή ένα επάγγελμα από κάποιον περισσότερο έμπειρο, μαθητούδι, παραγιός, τσιράκι: Όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα μαθητευόμενος τεχνίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”